φιλάρπαγας

φιλάρπαγας
ο, η / φιλάρπαξ, -αγος, ΝΜ
αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλάρπαγας — φιλάρπαξ fond of rapine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαξ — αγος, ὁ, ἡ, Μ βλ. φιλάρπαγας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”